- βαριόμετρο
- Όργανο που έχει μεταβλητό συντελεστή αυτεπαγωγής. Αποτελείται από δύο πηνία συνδεδεμένα σε σειρά και τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε το κινητό (εσωτερικό πηνίο) να μπορεί να περιστρέφεται γύρω από άξονα μέσα στο ακίνητο. Τα δύο αυτά πηνία έχουν τον μέγιστο συντελεστή αυτεπαγωγής, όταν το ρεύμα που τα διαρρέει έχει την ίδια φορά και στα δύο. Ο συντελεστής αυτεπαγωγής αποκτά την ελάχιστη τιμή του, όταν το εσωτερικό πηνίο στραφεί κατά 180°, οπότε η φορά του ρεύματος που διαρρέει το ένα πηνίο είναι αντίθετη απ’ ό,τι στο άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.